συγκοινωνώ

συγκοινωνώ
συγκοινωνώ βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
——————
Σημειώσεις:
συγκοινωνώ : η λόγια μτχ. ενεστώτα διατηρείται στην έκφραση συγκοινωνούντα δοχεία.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγκοινωνώ — συγκοινωνῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. συνδέομαι με κάτι άλλο, έχω επικοινωνία («τα δωμάτια δεν συγκοινωνούν») 2. έχω συγκοινωνία με έναν άλλο τόπο με τη βοήθεια χερσαίου, θαλάσσιου ή εναέριου συγκοινωνιακού μέσου («η Αθήνα συγκοινωνεί με την Κρήτη… …   Dictionary of Greek

  • συγκοινωνώ — συγκοινώνησα 1. έχω επικοινωνία με κάτι: Σε δύο δοχεία που συγκοινωνούν μεταξύ τους η στάθμη του νερού βρίσκεται στο ίδιο ύψος. – Το δωμάτιο αυτό συγκοινωνεί με το σαλόνι. 2. έχω συγκοινωνία: Το επίνειο συγκοινωνεί σιδηροδρομικά με την πρωτεύουσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακοινώνω — (Α ἀνακοινῶ, όω) γνωστοποιώ, αναγγέλλω, πληροφορώ αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. μεταδίδω, μεταβιβάζω 2. συμβουλεύομαι, ρωτώ ΙΙ. μέσ. επικοινωνώ, ενώνομαι, συγκοινωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κοινῶ. ΠΑΡ. ανακοίνωση( ις) νεοελλ. ανακοινωθέν,… …   Dictionary of Greek

  • επικοινωνώ — (AM ἐπικοινωνῶ, έω) [κοινωνώ] έρχομαι σε επαφή, σε σχέση, σε συνάφεια με κάποιον («περὶ δ’ αὖ τῆς ἐκδόσεως, ἐπικοινωνήσαντες τῷ Ξούθῳ», Δημοσθ.) νεοελλ. συνδέομαι ψυχικά, πνευματικά μσν. νεοελλ. συγκοινωνώ «το δωμάτιό μου δεν επικοινωνεί με τον… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνώ — άω (AM κοινωνῶ, έω, Α και δωρ. τ. κοινανῶ) έχω ή κάνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω νεοελλ. μσν. 1. (μτβ.) (για ιερέα) μεταλαβαίνω κάποιον («ήλθε ο παπάς και τόν κοινώνησε») 2. (αμτβ.) παίρνω θεία μετάληψη,… …   Dictionary of Greek

  • προανακοινούμαι — όομαι, Α 1. ενώνω εκ τών προτέρων 2. παίρνω μέρος μαζί με άλλον, συμμετέχω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνακοινοῦμαι «ενώνομαι, επικοινωνώ, συγκοινωνώ»] …   Dictionary of Greek

  • συγκοινωνία — η, ΝΜ [συγκοινωνῶ] νεοελλ. 1. η σύνδεση δύο αντικειμένων ή δύο σημείων με τη βοήθεια ενός μέσου, επικοινωνία («συγκοινωνία αγγείων») 2. η ενέργεια και τα μέσα για τη μετάβαση ή τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων από έναν τόπο σε έναν άλλο (α.… …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • επικοινωνώ — επικοινώνησα, αμτβ. 1. έχω επικοινωνία με κάποιον, έρχομαι σε υλική, ηθική ή πνευματική επαφή μαζί του. 2. συγκοινωνώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”